- τεμπούρα
- το, Νάκλ. (στην ιαπωνική κουζίνα) τρόπος τηγανίσματος ψαριών και λαχανικών που είναι εμβαπτισμένα σε πολύ ελαφρύ χυλό.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tempura, λ. ιαπ. προέλευσης με σημ. «τηγανητό φαγητό»].
Dictionary of Greek. 2013.